- πρωινός
- -ή, -ό / πρωινός, -ή, -όν, ΝΜΑαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωία ή αυτός που γίνεται κατά την πρωία (α. «πρωινός περίπατος» β. «κατὰ τὴν θυσίαν τὴν πρωϊνήν», ΠΔ)νεοελλ.1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται κατά το χρονικό διάστημα από τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες μέχρι το μεσημέρι («γύρισε την τρίτη πρωινή ώρα»)2. (για πρόσ.) αυτός που συνηθίζει να σηκώνεται από το κρεβάτι, να ξυπνά νωρίς («πώς και τόσο πρωινός σήμερα;»)3. το θηλ. ως ουσ. η πρωινή(κυρίως στην ποίηση) η πρωία («επήγα τόσες πρωινές / στο μαύρο της το μνήμα», Βιζυην.)4. το ουδ. ως ουσ. το πρωινόα) το πρωίβ) ένδυμα που φοριέται το πρωίγ) το πρόγευμα5. φρ. «πρωινή δόξα» — κοινή ονομασία φυτού.επίρρ...πρωϊνῶς Ακατά την πρωία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + κατάλ. -ινός (πρβλ. εωθ-ινός, περυσ-ινός)].
Dictionary of Greek. 2013.